- νόμιμ'
- νόμιμα , νόμιμοςconformable to customneut nom/voc/acc plνόμιμε , νόμιμοςconformable to custommasc voc sgνόμιμαι , νόμιμοςconformable to customfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοίχομαι — (Α) (ενεστ. με σημ. παρακμ.) 1. έχω φύγει, έχω πεθάνει 2. (πληθ. αρσ. μτχ. ενεστ. με άρθρο) οἱ κατοιχόμενοι οι πεθαμένοι («τὰ τῶν κατοιχομένων νόμιμ οὐ περιεῑδον ὑβριζόμενα», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴχομαι με σημ. «έχω φύγει, έχω… … Dictionary of Greek